φυλλολόγημα

φυλλολόγημα
το, Ν
1. συλλογή φύλλων για να χρησιμοποιηθούν για αφεψήματα ή ως ζωοτροφή
2. αφαίρεση φύλλων, ξεφύλλισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυλλολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στο Λεξικόν Γραικογαλλικόν τού F. D. Deheque].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φυλλολόγημα — το, ατος 1. η συλλογή φύλλων φυτού που καλλιεργείται γι αυτό το σκοπό (π.χ. της μουριάς). 2. η αφαίρεση τμήματος από τα φύλλα φυτών την εποχή της βλάστησης, το φυλλομάδημα. 3. βιαστική ανάγνωση, φυλλομέτρημα, ξεφύλλισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυλλολογία — ἡ, Α [φυλλολόγος] το φυλλολόγημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”